- μηλοφονος
- μηλοφόνοςμηλο-φόνος2убивающий овец, гибельный для скота
(ἆται, sc. λέοντος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἆται, sc. λέοντος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μηλοφόνος — μηλοφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοφόνον τε λύκον», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο φόνος] … Dictionary of Greek
μηλοφόνον — μηλοφόνος sheep slaying masc/fem acc sg μηλοφόνος sheep slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοφόνοισι — μηλοφόνος sheep slaying masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοφόνοισιν — μηλοφόνος sheep slaying masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek